Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τῆς ἀρχῆς

  • 1 принципиальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    της αρχής, των αρχών•

    принципиальный вопрос ζήτημα αρχής•

    -ые противоречил αντιθέσεις αρχών•

    -ая политика πολιτική αρχών•

    принципиальный человек άνθρωπος με αρχές.

    Большой русско-греческий словарь > принципиальный

  • 2 civil disobedience

    noun (a refusal by a large number of people to pay taxes or obey certain laws in a nonviolent way in order to protest against the government, its policies etc.) απείθεια κατά της αρχής

    English-Greek dictionary > civil disobedience

  • 3 присвоить

    -ою -оишь ρ.σ.μ.
    1. ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι αντιποιούμαι•

    присвоить чуяую мысль ιδιοποιούμαι τη γνώμη άλλου•

    присвоить себе власть αντιποιούμαι της αρχής•

    присвоить находку σφετερίζομαι εύρημα.

    2. απονέμω, ονομάζω• παρέχω•

    присвоить звание майора ονομάζω ταγματάρχη ή απονέμω το βαθμό του ταγματάρχη•

    закон -ил большие преимущества этой должности ο νόμος έδοσε (παρέσχε) πολλά προνόμια σ αυτό το αξίωμα.

    ρ.δ. παλ. βλ. присвоить.
    ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι σφετερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > присвоить

  • 4 притязать

    ρ.δ. παλ. αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ• αντιποιούμαι•

    притязать на наследство εγείρω αξιώσεις για την κληρονομιά•

    притязать на власть αντιποιούμαι της αρχής (εξουσίας).

    || επιδιώκω, αποβλέπω, αποσκοπώ, έχω βλέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > притязать

  • 5 Pave

    v. trans.
    Pave the way for, conduce towards, met.: P. προφέρειν εἰς (acc.).
    While we pave the way for their empire: P. τῆς ἀρχῆς προκοπτόντων ἐκείνοις (ἡμῶν) (Thuc. 4, 60).
    At the same time paving the way for his recall to his native land: P. ἅμα τὴν ἑαυτοῦ κάθοδον εἰς τὴν πατρίδα ἐπιθεραπεύων (Thuc. 8, 47).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pave

  • 6 Relieve

    v. trans.
    Alleviate: P. and V. ἐπικουφίζειν, παντλεῖν (Plat.), V. ἐξευμαρίζειν; see Alleviate.
    Put a stop to: P. and V. παύειν.
    Comfort, cheer: P. and V. παραμυθεῖσθαι (Eur., Or. 298), V. παρηγορεῖν.
    Relieve from, free from: P. and V. φιέναι (τινά τινος), παλλάσσειν (τινά τινος), πολειν (τινά τινος) (Eur., Or. 1236), V. κουφίζειν (τινά τινος); see Deliver.
    Relieve from labour: V. μόχθου ἐπικουφίζειν.
    Relieve from troubles: V. ποκουφίζειν κακῶν.
    May the gods relieve you of your sickness: V. καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν (Soph., Phil. 462).
    Go to the help of: P. and V. βοηθεῖν (dat.); see Help.
    They made their attacks taking turns to relieve: P. ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει τοὺς ἐπίπλους ἐποιοῦντο (Thuc. 4, 11).
    Relieve a person of a duty, etc., take it over from him: P. διαδέχεσθαι (τί τινι).
    They did not relieve Nicias of the command: P. τὸν Νικίαν οὐ παρέλυσαν τῆς ἀρχῆς (Thuc. 7, 16).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Relieve

  • 7 Smooth

    adj.
    P. and V. λεῖος, V. λευρός.
    Glossy: Ar. and P. λιπαρός.
    Level: P. ὁμαλός.
    Polished: Ar. and V. ξεστός.
    Of the sea: V. κμων, γαληνός; see Calm.
    met., soft, gentle: P. and V. λεῖος (Plat.), πρᾶος, ἥσυχος, ἤπιος, Ar. and P. μαλακός, Ar. and V. μαλθακός.
    Easy: P. and V. ῥᾴδιος, εὐπετής (Plat.); see Easy.
    Affable: see Affable.
    ——————
    v. trans.
    P. λειαίνειν (Plat.).
    Level: P. ὁμαλύνειν (Plat.).
    Smooth the brow: Ar. χαλᾶν μέτωπον (Vesp. 655).
    Smooth your brow: V. μέθες νυν ὀφρύν (Eur., I. A. 648).
    Smoothing your angered brow: V. στυγνὴν ὀφρὺν λύσασα (Eur., Hipp. 290).
    Soften: P. and V. πραύνειν; see Soften.
    Calm: P. and V. κοιμίζειν (Plat.), V. κοιμᾶν.
    White at the same time we smooth the way to empire for them: P. τῆς ἀρχῆς ἅμα προκοπτόντων ἐκείνοις (Thuc. 4, 60).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Smooth

  • 8 Supersede

    v. trans.
    Deprive of office: P. παραλύειν (τινά) τῆς ἀρχῆς.
    Be successor to: P. διαδέχεσθαι (dat.).
    Cancel: P. and V. λειν, καθαιρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Supersede

  • 9 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 10 начало

    нача́л||о
    с
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:
    \начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·
    2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:
    организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·
    3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:
    \началоа химии βάσεις τής χημείας·
    4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:
    на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη.

    Русско-новогреческий словарь > начало

  • 11 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 12 самый

    са́м||ый
    мест.
    1. (в смысле «именно), <исак раз») αὐτός ὁ ἰδιος, ὁ ἰδιος, αὐτός ούτος:
    тот же \самый αὐτός ὁ ἰδιος· это то же \самыйое εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, τό ίδιο· с \самыйого начала ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· около \самыйого дома δίπλα ἀκριβώς στό σπίτι·
    2. (в смысле «сам по себе») αὐτός καθ' ἐαυτός:
    \самый факт появления этой книги меня удивил τό γεγονός καί μόνο τής ἐκδοσης αὐτοδ τοδ βιβλίου μέ ἐξέ· πληξε·
    3. (для образования превосх. ст.) ὁ πιό, ὁ πλέον:
    \самый высокий ὁ πιό (^ψηλός· это \самый холодный день εἶναι ἡ πιό κρύα μέρα· ◊ в \самый раз разг ἀκριβως· в \самыйом деле, на \самыйом деле πραγματι-κά [-ῶς], τῶ δντι, στήν πραγματικότητα· в \самыйом деле? ἀλήθεια;

    Русско-новогреческий словарь > самый

  • 13 починный

    επ.
    της καλής αρχής, του σεφτέ•

    -покупатель ο πρώτος αγοραστής (που κάνει την καλή αρχή).

    Большой русско-греческий словарь > починный

  • 14 самый

    αντων. οριστική.
    1. ο ίδιος (εντελώς, ακριβώς)•

    с -ого начала εντελώς από την αρχή, ευθύς εξ αρχής, απαρχής, αποξαρχής•

    тот же самый εκείνος ο ίδιος ακριβώς•

    это то же самыйое αυτό είναι ακριβώς το ίδιο, ένα και το αυτό•

    у -ого моря στην άκρη (ακτή) της θάλασσας•

    -ая середина ακριβώς η μέση.

    || παλ. εκείνος ακριβώς•

    в самый час απάνω στην ώρα•

    в -ю минуту απάνω στο λεφτό.

    2. αυτός καθ εαυτός•

    самый этот факт меня не радует αυτή καθ εαυτή η πράξη δε με χαροποιεί.

    3. σχηματίζει τον υπερθ. β. των επ. ο πιο•

    самый красивый ο πιο όμορφος•

    самый быстрый ο πιο γρήγορος ή ταχύς.

    εκφρ.
    в -ом деле – α) στην πραγματικότητα, β) πραγματικά, αλήθεια, αληθινά•
    на -ом деле – στην πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > самый

См. также в других словарях:

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… …   Dictionary of Greek

  • σχετικότητας, θεωρία της- — Στη φυσική είναι η θεωρία, ακριβέστερα γνωστή ως της περιορισμένης ή ειδικής σχετικότητας, που επεξεργάστηκε ο Αϊνστάιν το 1905 για να λύσει τη φαινομενική αντίφαση στην οποία είχε καταλήξει η μελέτη της ηλεκτροδυναμικής των κινουμένων σωμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • συμπληρωματικότητας, αρχή της- — Συνέπεια της αρχής της απροσδιοριστίας της κβαντικής μηχανικής. Η διατύπωση της οφείλεται στον Νιλς Μπορ, ενώ η γενίκευση και η επέκτασή της σε άλλες απόψεις στον ίδιο τον Μπορ και στη Σχολή της Κοπεγχάγης. Η αρχή της απροσδιοριστίας καθορίζει… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

  • περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»